- τσόκαρο
- το, Ν1. πέδιλο με ξύλινη σόλα2. μτφ. (για γυναίκα) φαρμακόγλωσσα, κουτσομπόλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zoccolo, υποκορ. τού zocco].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσόκαρο — το (λ. ιταλ.) 1. ξυλοπέδιλο, ξύλινο παπούτσι. 2. μτφ., χυδαία γυναίκα, κακοφτιαγμένη και κουτσομπόλα: Μ αυτό το τσόκαρο κάνεις παρέα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρούπανο — το (Α κρούπανον) ψηλό ξύλινο παπούτσι, τσόκαρο («κρούπανα ξύλινα υποδήματα», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. παρλλ. τ. τής λ. κρούπεζαι* (αἱ) με επίθημα ανον (πρβλ. δρέπ ανον, όργ ανον)] … Dictionary of Greek
ξυλοπέδιλο — το είδος υποδήματος από χοντρό ξύλινο πέλμα και πλατιές δερμάτινες λωρίδες που συγκρατούν το πέλμα, το τσόκαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + πέδιλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
ξύλινος — η, ο, (ΑΜ ξύλινος, ίνη, ον, Α αττ. τ. σύλινος, ίνη, ον) [ξύλον] 1. κατασκευασμένος από ξύλο ή αποτελούμενος από ξύλο (α. «ξύλινες καλύβες» β. «ξύλινα τείχη» τα πλοία, Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ξύλινο(ν) τσόκαρο, ξύλινο πέδιλο νεοελλ. φρ.… … Dictionary of Greek
ξυλοπέδιλο — το παπούτσι, υπόδημα με ξύλινο πέλμα, αλλ. τσόκαρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)